ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
οφειοασβεστίτης — ο (πετρογρ.) βλ. οφειτασβετίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ophicalcite (< όφις + calcite «ασβεστίτης»)] … Dictionary of Greek
πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
σπαρίτης — ο, Ν 1. (ορυκτ.) χονδρόκοκκη ποικιλία τού ορυκτού ασβεστίτης 2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται ως συνθετικό για την περιγραφή τών ανθρακικών πετρωμάτων … Dictionary of Greek
ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… … Dictionary of Greek
ανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία και τα δύο άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από μέταλλο. Στη φύση βρίσκονται ως ορυκτά και αποτελούν κάποτε σημαντικά στρώματα. Μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους· ένας τρόπος παρασκευής… … Dictionary of Greek
Ασάφενμπουργκ — (Aschaffenburg). Πόλη (68.500 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στη βόρεια περιοχή της Βαυαρίας, στη δυτική άκρη της οροσειράς Σπέραρτ και στη συμβολή των ποταμών Μάιν και Ασάφ. Η Α. είναι σιδηροδρομικός κόμβος με ακμαία υφαντουργία και ένα από τα… … Dictionary of Greek
ασβεστοκερατίτης — Ασβεστολιθικό πέτρωμα που μέσα στη μάζα περικλείει άφθονους και αρκετά ευδιάκριτους κρυστάλλους χαλαζία, αστρίων, πυροξένων, αμφιβόλων, μίκας και άλλων πυριτικών ορυκτών. Ο ιστός του πετρώματος έχει πορφυριτική όψη και ο σχηματισμός του… … Dictionary of Greek